- παραψεύδεται
- παρά-ψεύδωcheat by liespres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραψεύδομαι — ΜΑ απατώ, παραποιώ κάτι για να εξαπατήσω («ὅσα παραψεύδεται τὰς αἰσθήσεις ἡμῶν», Γρηγ. Νύσ.) … Dictionary of Greek